μικροσκοπώ

μικροσκοπώ
-έω
εξετάζω ή παρατηρώ κάτι με το μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -σκοπώ (< -σκόπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”